Με τι επιτόκιο δανείζονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις -Η σύγκριση με την Ευρώπη
Οικονομία
12/09/2020

Το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 2,98%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 1,40% - Τα ελληνικά νοικοκυριά δανείζονται με επιτόκιο 10,75% έναντι 4,86% στην ΕΕ - Υψηλότερο είναι και το κόστος δανεισμού για τις μικρές επιχειρήσεις

Με επιτόκια – φωτιά δανείζονται σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, με την χώρα μας να φιγουράρει – εάν όχι πρώτη – τουλάχιστον στις πρώτες θέσεις με το υψηλότερο κόστος χρήματος.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία Ιουλίου, που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού δανείου κυμαίνεται στο 2,98%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 1,40%. Η Ελλάδα, μάλιστα, καταλαμβάνει την δεύτερη θέση, μετά την Λετονία (3,02%), ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι Ιρλανδία, Εσθονία και Λιθουανία, με επιτόκια 2,82%, 2,61% και 2,41% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, Γερμανία, Ιταλία, Σλοβακία, Πορτογαλία και Φινλανδία καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις, με τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων να κυμαίνονται μεταξύ 1,27% και 0,78%.

Όσον αφορά στα καταναλωτικά, τα ελληνικά νοικοκυριά δανείζονται με επιτόκιο 10,75% – έναντι μέσου όρου 4,86% στην Ευρώπη – όταν, για παράδειγμα, στην Κύπρο το αντίστοιχο κόστος «αγγίζει» το 2,90%.

Στη «μέγγενη» οι μικρές επιχειρήσεις

Χειρότερη είναι η εικόνα στην περίπτωση των μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν, άλλωστε, και την πλειονότητα στην χώρα μας. Το μέσο επιτόκιο για δάνεια έως 250.000 ευρώ διαμορφώνεται σήμερα στο 4,31%, όταν στην Ευρώπη αυτό δεν ξεπερνά το 2%. Οι μοναδικές χώρες, που ξεπερνούν την Ελλάδα, είναι οι Ιρλανδία και Φινλανδία, με επιτόκια 4,85% και 4,43% αντίστοιχα, ενώ τον χαμηλότερο δανεισμό απολαμβάνουν οι επιχειρήσεις σε Γερμανία (1,90%), Βέλγιο (1,69%), Ισπανία (1,69%), Λουξεμβούργο (1,59%) και Γαλλία (1,44%).

Αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως έγραφε το ΝΜ σε σχετικό δημοσίευμά του το ζήτημα του ακριβού δανεισμού απασχόλησε και την Επιτροπή Πισσαρίδη, η οποία στην Έκθεσή της εντόπιζε τις εξής τέσσερις αιτίες:
1ον) Τα προβληματικά δάνεια: Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η άντληση νέων κεφαλαίων, όμως, μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (φαινόμενο debt overhang) και, έτσι, οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Άρα, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Αυτό, άλλωστε, το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ. Ο νέος δανεισμός περιορίζεται ιδιαίτερα προς τις ΜμΕ, γιατί αυτές έχουν τον μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο.

2ον) Το υψηλό λειτουργικό κόστος των ελληνικών τραπεζών: Αυτό μεταφέρεται στις επιχειρήσεις υπό μορφή υψηλότερων χρεώσεων σε επιτόκια ή προμήθειες.

3ον) Το υψηλό κόστος δανεισμού των ίδιων των τραπεζών στις διεθνείς αγορές: Οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ελλάδα θεωρείται χώρα υψηλότερου κινδύνου από τις περισσότερες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και στα προβληματικά δάνεια. Το ύψος των δανείων αυτών (40% του συνόλου), σε συνδυασμό με το ότι σημαντικό μέρος των τραπεζικών μετοχικών κεφαλαίων προέρχονται από μελλοντικές φοροελαφρύνσεις (τα deferred tax assets είναι 60% του συνόλου), δημιουργεί αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές, σχετικά με το εάν οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια και μελλοντικά έσοδα, για να καλύψουν τις απώλειές τους από τα προβληματικά δάνεια.

4ον) Η αναποτελεσματικότητα της πτωχευτικής διαδικασίας: Η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων μίας επιχείρησης, που τίθεται υπό εκκαθάριση, είναι διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα. Αυτό κάνει τους πιστωτές να προτιμούν συχνά την επίτευξη συμφωνίας με τους μετόχους για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ακόμα και σε περιπτώσεις, όπου η εκκαθάριση θα κατεύθυνε πόρους σε πιο παραγωγικές επιχειρήσεις. Η αναδιοργάνωση μιας επιχείρησης είναι, επίσης, χρονοβόρα διαδικασία, η οποία μειώνει συχνά την αξία της επιχείρησης. Είναι ενδεικτικό ότι από τις 3.500 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, που αντιμετώπισαν προβλήματα από την αρχή της κρίσης, μόνον περίπου 100 επέλεξαν τη διαδικασία της αναδιοργάνωσης (νόμος 106). Η αναποτελεσματικότητα στην πτωχευτική διαδικασία δεν αυξάνει μόνο το κόστος της χρηματοδότησης αλλά διαιωνίζει και το πρόβλημα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων («ζόμπι»). Το ποσοστό τους ήταν περίπου 30% το 2016, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 30% του συνολικού δανεισμού.

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΝΟΙΚΥΡΙΩΝ (στεγαστικά) – Στοιχεία Ιουλίου 2020

ΛΕΤΟΝΙΑ: 3,02%
ΕΛΛΑΔΑ: 2,98%
ΙΡΛΑΝΔΙΑ: 2,82%
ΕΣΘΟΝΙΑ: 2,61%
ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ: 2,42%
ΜΑΛΤΑ: 2,20%
ΣΛΟΒΕΝΙΑ: 2,14%
ΚΥΠΡΟΣ: 2,03%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ: 1,87%
ΙΣΠΑΝΙΑ: 1,75%
ΒΕΛΓΙΟ: 1,52%
ΕΥΡΩΠΗ: 1,40%
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ: 1,38%
ΑΥΣΤΡΙΑ: 1,34%
ΓΑΛΛΙΑ: 1,29%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: 1,27%
ΙΤΑΛΙΑ: 1,26%
ΣΛΟΒΑΚΙΑ: 1,18%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: 1,09%
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ: 0,78%

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΝΟΙΚΥΡΙΩΝ (καταναλωτικά) – Στοιχεία Ιουλίου 2020

ΛΕΤΟΝΙΑ: 16,82%
ΕΣΘΟΝΙΑ: 16,32%
ΕΛΛΑΔΑ: 10,75%
ΣΛΟΒΑΚΙΑ: 9,28%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: 8,71%
ΙΡΛΑΝΔΙΑ: 8,06%
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ: 6,02%
ΑΥΣΤΡΙΑ: 5,39%
ΕΥΡΩΠΗ: 4,86%
ΣΛΟΒΕΝΙΑ: 4,64%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: 4,25%
ΜΑΛΤΑ: 3,94%
ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ: 3,47%
ΒΕΛΓΙΟ: 3,45%
ΙΤΑΛΙΑ: 3,44%
ΙΣΠΑΝΙΑ: 3,33%
ΓΑΛΛΙΑ: 3,01%
ΚΥΠΡΟΣ: 2,90%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ: 1,87%
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ: 1,78%

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (δάνεια μέχρι 250.000 ευρώ) – Στοιχεία Ιουλίου 2020

ΙΡΛΑΝΔΙΑ: 4,85%
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ: 4,43%
ΕΛΛΑΔΑ: 4,31%
ΕΣΘΟΝΙΑ: 3,71%
ΚΥΠΡΟΣ: 3,50%
ΛΕΤΟΝΙΑ: 3,34%
ΣΛΟΒΑΚΙΑ: 2,79%
ΜΑΛΤΑ: 2,79%
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ: 2,71%
ΣΛΟΒΕΝΙΑ: 2,65%
ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ: 2,43%
ΟΛΛΑΝΔΙΑ: 2,38%
ΙΤΑΛΙΑ: 2,16%
ΑΥΣΤΡΙΑ: 2,01%
ΕΥΡΩΠΗ: 1,96%
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: 1,90%
ΒΕΛΓΙΟ: 1,69%
ΙΣΠΑΝΙΑ: 1,69%
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ: 1,59%
ΓΑΛΛΙΑ: 1,44%