Δ. Βοναπάρτης: 31 Μαρτίου 1947 η πρώτη ανύψωση της Ελληνκής σημαίας στα Δωδεκάνησα ύστερα από 638 χρόνια σκλαβιά
Πολιτισμός
01/04/2024

Σαν σήμερα στη Ρόδο ,31-Μαρτίου 1947, έγινε η πρώτη ανύψωση της Ελληνκής σημαίας ,ύστερα από 638 χρόνια σκλαβιάς και φοβέρας όλης της Δωδεκανήσου .Έτσι καταγράφηκε η πρώτη μέρα της πολυπόθητης ελευθερίας. Μετά ένα χρόνο στις 7 Μαρτίου 1948, επισκέφτηκε τη Ρόδο ο τότε βασιλιάς Παύλος ,και στην τελετή αυτή, καθιερώθηκε επίσημα η μέρα ενσωμάτωσης των νησιών μας στον κορμό της Ελλάδας. Αφιερώνουμε ένα ποίημα.

ΟΛΟΡΘΟΙ ΣΤΟΥς ΑΙΩΝΕΣ

(Ρόδος 31 του Μάρτη 1947)

Ελεύθεροι πολίτες, Αθηναίοι,

δεν σκύβουν το κεφάλι τους ποτέ.

Δεν σκύβουν μπρός σε τύραννους και βασιλιάδες.

Όρθιοι μιλούν σ’ ανθρώπους και θεούς.

Τα χέρια υψώνουν κάποτε στους όρκους,

σαν τόκα, ότι κρατούν το λόγο της τιμής τους!

Ελεύθεροι Έλληνες, της οικουμένης! Δεν σκύβουν

στις αβάσταχτες ανάγκες των αιώνων.

Και προ παντός, δεν γονατίζουν

σε κανένα επίβουλο μπροστά!

Ολόρθοι κι απροσκύνητοι οι γενναίοι των νησιών μας,

σ΄όλο το μάκρος, των πικρών εξίμισυ αιώνων!

Κατάμαυρα, ασήκωτα, τα σκλαβωμένα χρόνια,

με πόνο και απελπισιά, κι αίμα, μέρα τη μέρα.

Μύρια μαρτύρια φρικτά, μύριους θανάτους γοερούς,

που ο ανθρώπινος ο νους, δεν βάζει, δεν αντέχει.

Γενιές γενιών κληροδοτούνται οι πόνοι,

γενιές γενιών κάτ΄ απ΄τη δήθεν «θεόθεν εφ’ ημάς αρχή».

Και σοϊκή η διαδοχή της βαρβαρότητας στο σβέρκο,

πως τάχα η χρυσωμένη τους μακάβρια βασιλεία,

δεν έχει τέλος, μ΄ από θεού διαιωνίζεται στους θώκους.

Σε ποικιλώνυμα, χρυσόντυτα μέγαρα και παλάτια.

Κι ήρθε το πολυπόθητο ξημέρωμα της μέρας,

όπου στη Ρόδο, συναθροισμένος, σαστίζει σύμπας ο λαός,

μπροστά του π΄αντικρίζει στην εξέδρα ,

επίσημους παραταγμένους, αδερφούς, από Αθήνας!

Ν΄ αναγγέλλουν λευτεριά, απ΄ τα δεσμά της μαύρης τυραννίας

και ν’ ανυψώνουν ανεμπόδιστα, στα μάτια των Ελλήνων,

των πονεμένων ακριτών του πατρικού Αιγαίου,

τη Γαλανόλευκη σημαία της Ελλάδας!

Ναι! Κυματίζει και χτυπά, ξαστράφτοντας στον ήλιο!

Τι θέαμα! Τι θάμα Θεϊκό, μαθές ετούτο!

Τα μάτια ολονών θαμπώνουνε στο δάκρυ!

Τα γόνατα λυγίζουν μονομιάς και ακουμπούν στη γη!

Όλος ο αρίφνητος λαός, αρθρώθη σ’ ένα σώμα!

Σε μια ψυχή, σε μια καρδιά. Και μ’ ένα πάθος,

πετάνε τα καπέλα, τα κασκέτα στον αέρα!

Εξίμισι αιώνων φρίκη, έγινε καπνός αυτοστιγμής!

Γονατιστές, οι όρθιες ψυχές,

κι απάνω απ’ τα κεφάλια τους,

φτερούγισμα θεόχαρο, τρελό κάνει η σημαία.

Σαν πρωτοπέταχτο πουλί, στης Άνοιξης τα μύρα.

Βαθιά κρυμμένη στα σεντούκια των φτωχόσπιτων,

και στις ψυχές σκελετωμένων γενεών,

καθώς κυρίευε η μαυρίλα, και ο φόβος και ο τρόμος.

Οι επίσημοι βρέχουνε τις γιορτινές στολές τους

με δάκρυα, τραυλίζοντας, «θεέ μου, τι θάμα είναι τούτο;»

Μπρος τους θωρούν αλώβητους τον Όμηρο,

και τους επτά σοφούς! Τους τραγικούς! Το Διαγόρα

Ρόδιο, το μέγα Ολυμπιονίκη!

Την Ήριννα, Θεόκριτο, Ιπποκράτη,

αχώριστοι απ΄ τον Πίνδαρο, και το Σωκράτη!

Κι ύστερα ,τα γόνατα μεμιάς τα ξεδιπλώνουν,

και δίχως το παράγγελμα Θεού, είτε ανθρώπου,

άντρες , γυναίκες και παιδιά , σαν βουερό ποτάμι,

ξεχύνονται διασχίζοντας την πόλη του Ηλίου,

και παν΄ γραμμή, με ιαχές , προς ένα τέρμα.

«Πού πάνε; Τι κάμνουν; Πού τραβούν;»

Αναρωτιούνται κι απορούν πάντες απ’ την εξέδρα.

Κι όπως ο ποταμός κυλά και πίσω δεν γυρνά,

τρέχουνε! Σκίζουνε δρόμους και πλατείες!

Και φτάνουν γρήγορα στους άγιους τόπους!

Κει που κοιμούνται οι πατεράδες ολονών

κι οι θυγατέρες πούπεσαν, σκληρά βασανισμένες.

Για να τους πουν πως «ΗΡΘΕ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ !

Τη φέραν οι ψυχές σας, τα φρικτά σας πάθη και μαρτύρια.

Ήρθε η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ, κι ας είναι μ’ αίματα βαμμένη,

η άσπρη της η φορεσιά, εμείς τήνε γνωρίζουμε,

την «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, των Ελλήνων τα ιερά».