Στη Γαλλία, όλα τα τρόφιμα εκτός από σοκολάτες, μαργαρίνες και… χαβιάρι επιβαρύνονται με ΦΠΑ 5,5%.
Πέρα όμως από το δομικό πρόβλημα, υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Μόλις στις αρχές της εβδομάδας ο επικεφαλής της γαλακτοβιομηχανίας Κρι Κρι επανέλαβε τις καταγγελίες του για τεχνητές ελλείψεις και κερδοσκοπικά παιχνίδια σε ό,τι αφορά τις πρώτες ύλες, καταγγελίες που είχαν γίνει από το «συγγενικό» Ινστιτούτο Ελληνικού Γάλακτος τον Απρίλιο. Ετσι η τιμή παραγωγού για το αγελαδινό γάλα έφτασε από τα 0,38 ευρώ/λίτρο στα 0,50 ευρώ/λίτρο και φυσικά πέρασε και θα περάσει στην τιμή λιανικής των γαλακτοκομικών. Η τιμή του φρέσκου γάλακτος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 8,2% τον Απρίλιο, αύξηση που μπορεί να είναι ελαφρώς χαμηλότερη από αυτή στην Ευρωζώνη (8,5%). Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι παρά τα όσα έγιναν και πριν από μερικά χρόνια με την περίφημη «εργαλειοθήκη ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ», η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και τριγμούς στη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, το γάλα στην Ελλάδα παραμένει ακριβό. Η μέση τιμή για 1 λίτρο φρέσκο γάλα είναι 1,24 ευρώ (σ.σ. η επικρατούσα τιμή αυτή τη στιγμή για τον μεγαλύτερο «παίκτη» στην κατηγορία είναι 1,48 ευρώ στο σούπερ μάρκετ, με τη συσκευασία να φτάνει τα 2 ευρώ στα μικρά σημεία πώλησης), πολύ υψηλότερη από τη μέση τιμή σε χώρες γενικά φθηνότερες, όπως η Ισπανία, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.
Την ίδια ώρα, όμως, στην Ελλάδα καταγράφονται πολύ μεγάλες αυξήσεις σε φρούτα και λαχανικά, προϊόντα τα οποία παράγονται εδώ. Πέρα από την επιβάρυνση που υπάρχει σήμερα από τις πολύ μεγάλες αυξήσεις στα λιπάσματα και την ενέργεια η οποία απαιτείται για τα θερμοκήπια, την άρδευση, αλλά και για τη μεταφορά των προϊόντων, οι υψηλές τιμές αποδίδονται σε μια εγγενή αδυναμία: ο κατακερματισμός με την ύπαρξη πολλών μικρών παραγωγών και πωλητών σημαίνει μεγάλη επιβάρυνση κόστους σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το ίδιο προϊόν 2,5 φορές ακριβότερο από τη Γερμανία
Ακόμη και δυόμιση φορές πάνω μπορεί να πληρώνει ένα νοικοκυριό στην Ελλάδα τις βρεφικές πάνες, αλλά και αρκετά άλλα προϊόντα που παράγονται από τους πλέον γνωστούς πολυεθνικούς ομίλους, από ό,τι ένα νοικοκυριό στη Γερμανία. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο και δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό: ένα πακέτο βρεφικές πάνες 23 τεμαχίων κοστίζει στην Ελλάδα 8,98 ευρώ, ενώ στη Γερμανία μπορεί να το βρει κάποιος σε κατάστημα πολύ μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ προς 3,80 ευρώ. Πρόκειται δε για τιμές που δεν περιέχουν κάποια προσφορά. Στο ελληνικό σούπερ μάρκετ η τιμή με την τρέχουσα προσφορά κατεβαίνει μεν στα 6,78 ευρώ, αλλά και πάλι είναι υπερδιπλάσια της τιμής στη Γερμανία.
Το ζήτημα δεν είναι τωρινό, αλλά ούτε και συγκυριακό. Ούτε είναι αποτέλεσμα των «κακών πολυεθνικών» που εκμεταλλεύονται τους δυστυχείς Ελληνες. Συμβαίνει εδώ και χρόνια και είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων που σχετίζονται τόσο με την παραγωγική δομή της Ελλάδας και τη λειτουργία της εγχώριας αγοράς. Κατ’ αρχάς, σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από όσα υπάρχουν στην Ελλάδα. Δεύτερον, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι εκ των πραγμάτων μικρό, κάτι που δεν ευνοεί την ύπαρξη πολύ χαμηλών περιθωρίων κέρδους. Υπάρχουν, όμως, και δύο ακόμη σημαντικοί παράγοντες. «Στην Ελλάδα προμηθευτές και λιανέμποροι συνεχίζουν να δουλεύουν πάρα πολύ με τις προσφορές, διότι εκπαίδευσαν έτσι τους καταναλωτές και τώρα βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο. Κρατούν λοιπόν τις ονομαστικές τιμές ψηλά για να είναι τον μισό χρόνο στο ράφι με μειωμένη τιμή. Αυτό που γίνεται εδώ ωθεί τον αγοραστή να μη λαμβάνει ορθολογικές αποφάσεις, ειδικά μάλιστα καθώς είναι ελάχιστοι εκείνοι που ελέγχουν στο ταμπελάκι και την τιμή ανά μονάδα προϊόντος», υποστηρίζει ο κ. Κομνηνός. Επιπλέον σε χώρες όπως για παράδειγμα η Γερμανία και η Ισπανία, το οργανωμένο λιανεμπόριο ελέγχεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εκπτωτικές αλυσίδες (discounters), με συνέπεια να συμπαρασύρουν προς τα κάτω και τις τιμές των επωνύμων.
«Μαύρη» πρωτιά στον ενεργειακό πληθωρισμό
Οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας οφείλονται και σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά και σε ελληνικές ιδιαιτερότητες. Για αυτό ο ενεργειακός πληθωρισμός, δηλαδή η άνοδος των τιμών στην ενέργεια τον Μάιο (σε σχέση με τον Μάιο του 2021) ήταν στην Ελλάδα 60,9% έναντι 39,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Τον Απρίλιο ήταν 57,6% έναντι 37,5% στην Ευρωζώνη. Κι αυτές οι αποκλίσεις υπάρχουν μετά τις κρατικές επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές, οι οποίες είναι από τις πιο γενναιόδωρες μεταξύ των κρατών-μελών του ενιαίου νομίσματος.
Τέσσερις είναι οι βασικοί λόγοι που οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνονται περισσότερο σε σχέση με την Ευρωζώνη:
Η υψηλότερη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, που φτάνει το 40%. Αλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ενίσχυσαν την παραγωγή ρεύματος από άνθρακα (η πρώτη) και από πυρηνικά (η δεύτερη).
Οι ΑΠΕ στην Ελλάδα πληρώνονται με εγγυημένες τιμές, με αποτέλεσμα να μην ορίζουν τιμή στο σύστημα, ακόμη και σε ημέρες που η παραγωγή τους κυριαρχεί στο ενεργειακό μείγμα.
Η έλλειψη διασυνδέσεων για φθηνότερες εισαγωγές, αν και όποτε υπάρχουν, και η στενότητα ισχύος, δηλαδή η οριακή κάλυψη της ζήτησης σε ρεύμα.
Η ανωριμότητα της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι η μοναδική αγορά στην Ευρώπη όπου η αύξηση της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά περνάει σε ποσοστό σχεδόν 100% στη λιανική, όταν σε άλλες χώρες αυτό περιορίζεται στο 20%-50% διότι λειτουργούν τα μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια, που δεν υπόκεινται στις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, η υψηλή τιμή οφείλεται στους φόρους. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 30 Μαΐου, η Ελλάδα είχε την τρίτη υψηλότερη τελική μέση τιμή αμόλυβδης στην Ευρώπη (2,277 ευρώ/λίτρο), μετά τη Φινλανδία και τη Δανία. Ωστόσο, η προ φόρων τιμή ήταν η 12η υψηλότερη. \
πηγή: https://www.kathimerini.gr/economy/561894346/giati-plironoyme-akrivotera-ti-diethni-akriveia-kras-test-timon-se-epta-chores-tis-e-e/